-
1 στιβεω
обследовать, разведыватьπᾶν ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. — вся западная сторона (лагеря) обследована
См. также в других словарях:
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek